Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Ομιλία του Γιάννη Μανώλη στην βουλή στο πλαίσιο του Επιστημονικού Συνεδρίου για τον "Κοινοβουλευτισμό και την Δημοκρατία"

Στο Επιστημονικό Συνέδριο ως εκπρόσωπος του Ελληνικού Συλλόγου Αποφοίτων του London School of Economics & Political Science μίλησε χθες ο Γιάννης Μανώλης όπου και από το βήμα της Βουλής παρουσίασε τις δικές του προτάσεις για τον εκσυγχρονισμό του Κοινοβουλευτισμού και της Δημοκρατίας, καθώς και θέσεις του για έξοδο από την κρίση


Αναλυτικά η τοποθέτηση του Γιάννη Μανώλη στην Ολομέλεια της Βουλής

Κύριε Πρόεδρε,
Αξιότιμοι Σύνεδροι, 
Πριν ξεκινήσω την τοποθέτηση μου, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι οι απόψεις είναι προσωπικές και δεν αντιπροσωπεύουν τον Ελληνικό Σύλλογο Αποφοίτων του LSE. Θα ήθελα, επίσης, να συγχαρώ τον
Ε.Ο.ΝΕ.Π.Ε. (Επιστημονικό Όμιλο Νέων Πολιτικών Επιστημών) για την διοργάνωση του Συνεδρίου. 

Κυρίες και κύριοι σύνεδροι,

Ζούμε σε μία εποχή πρωτόγνωρη για τη γενιά μας. Και βιώνουμε μία κατάσταση οικονομικά δύσκολη, πολιτικά αποκαρδιωτική και κοινωνικά έκρυθμη. Η ανεργία βρίσκεται στο 27%, και περίπου 1 στους 2 νέους είναι χωρίς δουλειά. Πανεπιστημιακά ιδρύματα είναι κλειστά. Καθηγητές προπηλακίζονται και φοιτητές, στην καλύτερη των περιπτώσεων, λοιδορούνται, γιατί απλούστατα εκφέρουν διαφορετική άποψη από εκείνη που επιβάλλουν ακραίες μειοψηφίες. Η βία, είτε πρόκειται για σωματική είτε για λεκτική και ψυχολογική, τείνει να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Την είχαμε συνηθίσει να κυριαρχεί στα γήπεδα. Τώρα, πλέον, έχει κάνει την εμφάνιση της ακόμη και στο Κοινοβούλιο, τον ναό της δημοκρατίας. 

Είμαστε μέλη μίας κοινωνίας, στην οποία κυριαρχούν αρνητικές έννοιες όπως εκτεταμένη ανομία, διαφθορά και αμοιβαία καχυποψία. Αυτή η κοινωνία - που γαλουχήθηκε με τις ιδέες του ατομικισμού, της προάσπισης του στενού κύκλου εις βάρος του ευρύτερου συμφέροντος, της ασέβειας προς το δημόσιο χώρο και της παραβίασης των κανόνων- είναι λογικό και επόμενο να λειτουργεί με κοινωνικούς αυτοματισμούς. 

Ωστόσο, αυτές οι παθολογίες δεν αποτελούν συστατικό στοιχείο του DNA μας. Θα ήταν αφελές να ισχυριστούμε ότι «αυτή είναι η χώρα μας» και να αποδεχτούμε μοιρολατρικά το μέλλον μας. Αντιθέτως, όλες αυτές οι αντιλήψεις και οι εμπεδωμένες αξίες καλλιεργήθηκαν εδώ και πολλά χρόνια και διαμόρφωσαν, ως ένα βαθμό, τη σύγχρονη ταυτότητα μας. Τα βαθύτερα αίτια εντοπίζονται πολύ πίσω, στην περίοδο της παρακμής του Βυζαντίου και στο μετέπειτα φαύλο καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που το διαδέχτηκε. Το αίσθημα αδικίας, προερχόμενο από την φαυλότητα και την επιλεκτική χρήση των νόμων, διαμόρφωσε τις βασικές αξίες της ελληνικής κοινωνίας και δημιούργησε νοοτροπίες εχθρικές προς το Κράτος και την εκάστοτε εξουσία. Με την πάροδο των χρόνων, κρίσιμες καμπές όπως Μικρασιατική καταστροφή και εθνικός διχασμός, εμφύλιος και δικτατορία, έκανα ακόμη χειρότερη την κατάσταση. Φτάνοντας στη Μεταπολίτευση, περάσαμε από το ένα άκρο στο άλλο. Στη χώρα του Αριστοτέλη χάθηκε το μέτρο. Και από το καθεστώς της «αστυνομευόμενης» δημοκρατίας πήγαμε στην πλήρη αναρχία, την ατιμωρησία και την ασυδοσία. Το καθεστώς της ασυδοσίας έλαβε τεράστιες διαστάσεις την δεκαετία του ’80 και μετατράπηκε, υπό μία έννοια, σε εθνική ιδεολογία. Ισοπέδωσε θύλακες αριστείας, εκφύλισε θεσμούς, ανέχτηκε, αν δεν νομιμοποίησε, την εκτεταμένη διαφθορά, κατήργησε τα όποια αντικειμενικά κριτήρια υπήρχαν στη Διοίκηση (όπως το θεσμό του Γενικού Διευθυντή), μεγέθυνε τον κομματισμό και τις πελατειακές σχέσεις, καθόρισε την τροχιά για τη χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας, μετέτρεψε το λαϊκισμό και τη δημαγωγία σε βασικά εργαλεία πολιτικής στρατηγικής. Χειρότερο, όμως, όλων διέφθειρε αντιλήψεις και εξανέμισε τις οποιεσδήποτε αντιστάσεις της ελληνικής κοινωνίας. Φτάσαμε, λοιπόν, σήμερα να θεωρούμε τις όποιες αξιώσεις μας, δίκαιες ή άδικες, ως αναφαίρετο δικαίωμα, να προσεγγίζουμε τους κανόνες ως άδικους εκ των προτέρων, να επικροτούμε παράνομες συμπεριφορές και να ανεχόμαστε βίαιες ενέργειες.

Φτάσαμε σε μία κατάσταση, όπου παρακολουθούμε τον πρώην υπουργό Μεταφορών να οδηγεί το όχημα του με πλαστές πινακίδες. Παρατηρούμε τον αμοραλισμό και την αδυναμία της πολιτικής και οικονομικής τάξης, καθώς και την αδράνεια του πνευματικού κόσμου. Ακούμε κοινοβουλευτικούς άνδρες να απειλούν συναδέλφους τους με κρεμάλες, καθώς και πολιτικούς αρχηγούς να καλούν δημοσίως σε λιντσάρισμα. Διαπιστώνουμε, σε καθημερινή βάση, την απόσταση ανάμεσα στη ρητορική και τις πράξεις. Την αναξιοπιστία βασικών πολιτικών δρώντων, το οποίο διαιωνίζει το έλλειμμα πολιτικής και θεσμικής εμπιστοσύνης. Γινόμαστε μάρτυρες της υποκρισίας, όπου, ενώ από τη μία, καταγγέλλουμε εταιρείες και funds ως τοκογλυφικούς μηχανισμούς, από την άλλη σπεύδουμε να επενδύσουμε σε αυτές. Ο κοινοβουλευτισμός και η δημοκρατία ολισθαίνουν διαρκώς. 

Έχει, πλέον, γίνει εμφανές, σε αρκετούς, ότι όταν η δημοκρατία δεν βασίζεται σε καθολικούς και δίκαιους κανόνες και δεν θέτει αμοιβαίους περιορισμούς στα μέλη της, δεν διαφέρει και πολύ από ένα τυραννικό καθεστώς. Γιατί όταν το κράτος δικαίου δεν υφίσταται, η λειτουργία της κοινωνίας ρυθμίζεται από την φυσική κατάσταση των πραγμάτων και οι ισχυρότεροι επιβάλουν τις απόψεις και τα συμφέροντα τους στους ανυπεράσπιστους. 

Αξιότιμοι Σύνεδροι, 

Η οικονομική κρίση και η ύφεση αποκάλυψαν, όχι μόνο τις στρεβλώσεις του οικονομικού μοντέλου, αλλά και όλες τις παθογένειες του πολιτικού συστήματος. Φανέρωσαν τα βαθύτερα αίτια της αποτυχίας μας, τα οποία εντοπίζονται τόσο σε προβληματικούς θεσμούς όσο και σε λανθασμένες αντιλήψεις. Απέδειξαν, και στον πλέον δύσπιστο, πόσο κατακερματισμένη και συγχυσμένη είναι η ελληνική κοινωνία. Πρόκειται, πρωτίστως, για μία συστημική κρίση και, δευτερευόντως, για οικονομική. Το φαινόμενο, που έκανε την εμφάνιση του ως κρίση χρέους το 2009, ήρθε για να διαταράξει τις κοινωνικοοικονομικές σχέσεις, το πολιτικό σύστημα, τις θεσμικές δομές και τις εμπεδωμένες κοινωνικές αξίες.

Και εδώ τίθεται το ερώτημα: τι κάνουμε τώρα; 

Συναδέλφισες, συνάδελφοι,

Πέρα από τις αρνητικές της συνέπειες, η παρούσα κρίση αποτελεί και ευκαιρία για αλλαγή πορείας. Μία κρίσιμη καμπή για ριζική μεταρρύθμιση στο Κράτος και τους θεσμούς του. 

Στη γενιά μας έλαχε να αποπληρώσει το μεγαλύτερο μέρος του λογαριασμού για τα λάθη του παρελθόντος. Ήρθε η ώρα να δεχτούμε την πρόκληση και να γίνουμε η αλλαγή που θέλουμε να δούμε. Να αναθεωρήσουμε τις εμπεδωμένες αξίες, να αμφισβητήσουμε την παραδεδεγμένη σοφία της Μεταπολίτευσης, η οποία ορίζει ότι ως πολίτες έχουμε απεριόριστα δικαιώματα και ελάχιστες υποχρεώσεις, να επανασχεδιάσουμε το μέλλον μας σε στέρεες βάσεις και να συμβάλλουμε στην οικοδόμηση ενός σύγχρονου κράτους και μίας μεγάλης κοινωνίας. 

Για να αλλάξει η Ελλάδα, πρέπει να αλλάξουμε εμείς. Πρέπει πρώτα από όλα να κατανοήσουμε ότι, σε μία δημοκρατία, ο πολίτης έχει πρώτα υποχρεώσεις και μετά δικαιώματα. Πρέπει να σεβόμαστε τους νόμους, να περιφρουρούμε τους θεσμούς και να διαφυλάττουμε το δημόσιο χώρο. Να στεκόμαστε επικριτικά απέναντι στην ανομία και τη φαυλότητα. Να διεκδικήσουμε κοινωνική δικαιοσύνη, λογοδοσία και διαφάνεια. Να συμβάλουμε στο διάλογο δημιουργικά, όχι με κραυγές.

Κατά την άποψη μου, η λέξη κλειδί, για απεγκλωβισμό από την κρίση, είναι η εμπιστοσύνη. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, στις σχέσεις κράτους – πολίτη, πολιτικού-διοικητικού συστήματος, κεντρικής – τοπικής διοίκησης, κοινωνίας – αγοράς, κρίνεται αναγκαία. Η εμπιστοσύνη, όμως, δεν προαναγγέλλεται, κερδίζεται. Κερδίζεται όταν ηγεσίες και θεσμοί ανακτούν την αξιοπιστία τους. Όταν οι πολίτες πείθονται ότι όλοι είμαστε ίσοι απέναντι στους νόμους. Όταν οι κανόνες του παιχνιδιού είναι σαφείς, σταθεροί και ισχύουν για όλους. Και όταν υπάρχουν οι απαραίτητοι ελεγκτικοί μηχανισμοί, που αποδίδουν δικαιοσύνη και επιβάλουν κυρώσεις σε όσους τους παραβιάζουν.

Είναι, πλέον, σαφές ότι η πολυνομία και οι μαξιμαλιστικοί κανόνες οδηγούν σε μία προβληματική υλοποίηση των συμπεφωνημένων. Αντί να υπηρετούν τον σκοπό, για τον οποίο θεσπίστηκαν, τον υπονομεύουν. Εξασφαλίζουν «παραθυράκια» για τους εκλεκτούς, προνόμια για λίγους και εξαιρέσεις για συγκεκριμένες ομάδες. Η καθολικότητα των κανόνων δεν υφίσταται. Έχουμε φτάσει στο σημείο “ο κανόνας της κατ’ εξαίρεσης να αποτελεί τον πιο ισχυρό θεσμό στη χώρα”. 

Το πρώτο βήμα, λοιπόν, προς την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης είναι, αφενός, η εγκαθίδρυση αξιοκρατικών, αποτελεσματικών και καθολικών κανόνων του παιχνιδιού και, αφετέρου, αξιόπιστη δέσμευση από εκείνους που τους θεσπίζουν. Χρειαζόμαστε καθαρούς κανόνες που θα καθορίζουν τη λειτουργία των κυβερνήσεων και της αγοράς, θα επιβραβεύουν τους άξιους και θα τιμωρούν τους παραβάτες, θα αυξάνουν τη λογοδοσία των πολιτικών προς τους πολίτες, θα θεσπίσουν συγκεκριμένα κίνητρα για όσους θέλουν να επενδύσουν και να καινοτομήσουν. 

Η υπάρχουσα νομοθετική άβυσσος χρειάζεται να περιοριστεί, μέσω της κωδικοποίησης της νομοθεσίας. Η ΕΕ, μάλιστα, χρηματοδοτεί εξ’ ολοκλήρου τέτοιες δράσεις. Πρέπει, επίσης, να απλοποιηθούν οι διαδικασίες, μέσω της μείωσης των διοικητικών βαρών. Μεγάλο κράτος δεν συνεπάγεται αποτελεσματικότερη διοίκηση. Αντιθέτως, οδηγεί σε μεγαλύτερη γραφειοκρατία, περισσότερη ταλαιπωρία για τον πολίτη, αύξηση της διαφθοράς και μεγαλύτερο κόστος συντήρησης του. Ακόμη, το μεγάλο κράτος “στραγγαλίζει” την αυθόρμητη κοινωνικότητα και την ιδιωτική πρωτοβουλία. Χώρες με μεγάλες και δυσλειτουργικές γραφειοκρατίες, σαν τη δική μας, διαπιστώνουν ότι ισχύει ο εξής κανόνας: «υπερτροφικό κράτος, ατροφική κοινωνία πολιτών». 

Θεσμοί διαφάνειας, όπως είναι η “Διαύγεια” και η διαβούλευση, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς αυξάνει τη λογοδοσία. Όπως, επίσης, προς τη σωστή κατεύθυνση είναι και η πρόταση για μετατροπή του φόρου ακινήτων σε ανταποδοτικό τέλος για τους ΟΤΑ. Κάτι τέτοιο, εκτός από την αύξηση της λογοδοσίας, θα μείωνε την γραφειοκρατία, θα περιόριζε την εξάρτηση της τοπικής αυτοδιοίκησης από την κυβέρνηση και ίσως οδηγούσε και σε καλύτερη διαχείριση των πόρων. Ωστόσο, για να γίνει αυτό πράξη, χρειάζεται πρώτα σοβαρή προετοιμασία, ώστε να μη μετατραπεί μία αναγκαία μεταρρύθμιση σε ακόμη ένα φιάσκο. 

Έχει αποδειχτεί ότι η ουσιαστική λειτουργία θεσμών, που περιλαμβάνουν τη συμμετοχική διάσταση στη λήψη αποφάσεων, όπως τοπικά δημοψηφίσματα και διαβούλευση, ενισχύουν την εμπιστοσύνη των κοινωνικών υποκειμένων και βελτιώνουν την υλοποίηση, καθώς οι πολίτες από απλοί δέκτες πολιτικών γίνονται συνδιαμορφωτές των εξελίξεων. Συνεπώς, ένα γενναίο άνοιγμα προς την κοινωνία θα καθιστούσε το κόστος αλλαγής μικρότερο. 

Κλείνοντας θέλω να προτείνω στη σημερινή Βουλή το εξής:

Εν όψει της συνταγματικής αναθεώρησης του 2016, οι εθνοπατέρες καλούνται να ξεπεράσουν τα εγωιστικά εμπόδια και τις στείρες κομματικές αντιπαραθέσεις, ώστε να συναινέσουν στο ελάχιστο. Να συστήσουν, δηλαδή, μία επιτροπή σοφών προκειμένου αυτή να εντοπίσει τα “κακώς” κείμενα του Συντάγματος, να αξιολογήσει τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν και να προχωρήσει σε μία σειρά προτάσεων, που θα καταλήγουν σε μία γενναία μεταρρύθμιση και θα σηματοδοτούν το νέο ξεκίνημα. Ένα νέο ξεκίνημα που θα μας επιτρέπει να καθορίσουμε εμείς το μέλλον μας και όχι η απελπισία!

1 σχόλιο:

  1. Εξαιρετική τοποθέτηση. Πολύ καλύτερος από την πλειοψηφία των μελών της σημερινής Βουλής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...